- πολυρροθίους
- πολυρρόθιοςmuch-dashingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυρρόθιος — ον, Α [πολύρροθος] 1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος* 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα τής δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.) … Dictionary of Greek